- περίοσμος
- περίοσμος, ον,A strong-smelling, fragrant, Sch.Ar.Pl.808.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίοσμος — strong smelling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοσμος — ον, Α αυτός που έχει δυνατή μυρωδιά («οἴνου περιόσμου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οσμος (< ὀσμή)] … Dictionary of Greek
περιόσμου — περίοσμος strong smelling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)